μετανοώ — μετανοώ, μετανόησα, μετανοημένος βλ. πίν. 73 Σημειώσεις: μετανιώνω – μετανοώ : το μετανοώ περιορίζεται κυρίως στην έννοια → μετανιώνω για λάθος ή κακό που έκανα. Έτσι, δεν μπορούμε να πούμε π.χ. ξεκίνησα να πάω εκδρομή, αλλά μετανόησα (μετάνιωσα … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μετανοώ — (ΑΜ μετανοῶ, έω) [νοώ] 1. αλλάζω γνώμη ή σκοπό («ηθέλησα τον πλάνον τον Έρωτα ν αφήσω, να κόψω τους δεσμούς του και να μετανοήσω», Χριστόπ.) 2. λυπάμαι για αμαρτίες που έκανα ή για καλές πράξεις που παρέλειψα να κάνω, μεταμελούμαι («μετανόησον… … Dictionary of Greek
μετανοώ — μετανόησα, μετανοημένος, μετανιώνω για κάτι που έκανα: Δε μετανοείς ποτέ για τα λάθη σου; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μετανόω — μετά ἀνάζω fut ind act 1st sg (epic doric aeolic) μετά νάω flow pres imperat mp 2nd sg (epic) μετά νάω flow pres subj act 1st sg (epic) μετά νάω flow pres ind act 1st sg (epic) μετά νάω flow imperf ind mp 2nd sg (epic) μετά νοόω convert into pure … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταμελούμαι — και μεταμέλομαι (ΑM μεταμέλομαι και μεταμελοῡμαι, έομαι) [μέλλω] 1. αλλάζω γνώμη ή απόφαση («μετεμέλοντο τὰς σπονδὰς οὐ δεξάμενοι», Θουκ.) 2. μετανοώ για κάτι που έκανα ή για ό,τι παρέλειψα να κάνω («δῆλον ἦν μεταμελόμενος ἐπὶ τῇ ἐκείνων ὕβρει»,… … Dictionary of Greek
συμμετανοώ — έω, Α [μετανοῶ] μετανοώ για κάτι μαζί με άλλον … Dictionary of Greek
μετανιώνω — μετανιώνω, μετάνιωσα, μετανιωμένος βλ. πίν. 3 Σημειώσεις: μετανιώνω – μετανοώ : το μετανοώ περιορίζεται κυρίως στην έννοια → μετανιώνω για λάθος ή κακό που έκανα. Έτσι, δεν μπορούμε να πούμε π.χ. ξεκίνησα να πάω εκδρομή, αλλά μετανόησα (μετάνιωσα … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
Metanoetics — (from Greek: μετανόησις conversion, repentance from μετανοῶ I repent ; Japanese: zangedō 懺悔道, dō 道 (path) and zange 懺悔 (metanoia) A neologism coined by Hajime Tanabe in Philosophy as Metanoetics to denote a way of doing philosophy that… … Wikipedia
αμετανόητος — η, ο (AM αμετανόητος, ον) αυτός που δεν μετανοεί ή δεν μετανόησε, αμεταμέλητος, αδιόρθωτος αρχ. αυτός, για τον οποίο δεν μετανοεί κανείς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + μετανοῶ. ΠΑΡ. ἀμετανοησία] … Dictionary of Greek
επαιδούμαι — ἐπαιδοῡμαι, έομαι (Α) 1. ντρέπομαι 2. απόλ. αισθάνομαι τύψεις, μετανοώ 3. (με αιτ.) σέβομαι, φοβάμαι κάποιον («μηδὲ τὸν βιοδότην θεὸν ἐπαιδεσθείς», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αιδούμαι «ντρέπομαι»] … Dictionary of Greek